…και μόνο η γιαγιά τον έκανε καλά. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια εμείς δεν είχαμε γιαγιά.
Κι εκείνος δεν είχε Μαρουσούλα.
Και τριγύριζε σα θηρίο ανήμερο στο κλουβί αυτά τα χρόνια και έβριζε γνωστούς και αγνώστους.
«Τον κιαρατά τον πολιτικό, τον γκαραγκιόζη τον δημοσιογράφο, τον κιαρατά τον γιατρό που μου ‘φαγε τη Μαρουσούλα, τη συντροφιά μου. Τον κιαρατά τον πατέρα σου που με κυνηγάει να παίρνω τα χάπια. Κουμάντο στις δικές σας ζωές, ρε κουμπάρε, εγώ τα έκανα και τα τούτα μου και τα κείνα μου. Σειρά σας τώρα, αφήστε με…»

Ή, το καλύτερο, σε μια από τις τελευταίες Εντατικές: «Και πού το ξέρω γω, ρε, ότι αυτός είναι γιατρός; Επειδή φοράει άσπρη μπλούζα, μαθές;» Και μπαμ και κρατς έσπαγε καλωδιάκια, πεταλούδες, ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Όχι, δεν μπορούσες να τον συνεννοηθείς με τίποτα – με τίποτα.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν ακριβώς έτσι – τουλάχιστον όχι όσο ζούσε η γιαγιά.
Ούτε όταν ήμασταν εμείς μικρά και μας έφτιαχνε ολόκληρα σίκουελ από το παραμύθι «μαγικό ιπτάμενο χαλί».
«Καλά, δε θυμάστε χθες που έφυγα από τη Δραπετσώνα και προσγειώθηκα στην ταράτσα και πήγαμε ταξίδι;»
«ΟΧΙ!»
Παιδικά μάτια τεράστια από την έκπληξη.
«Καλά, και δεν πιστεύεις τον παππού;»
«Πιστεύω, παππού. Και μετά τι έγινε;»
Ούτε όταν οι τσέπες του ήταν γεμάτες σοκολάτες και καραμέλες Ο’Μάμυ όχι μόνο για τα εγγόνια του, αλλά για όλα τα παιδιά στη γειτονιά. Ούτε όταν σου έδινε χαρτζιλίκι και δεν ήθελες να το πάρεις. «Όχι, παππούλη, είμαι εντάξει, μεγάλωσα, δουλεύω…» «Ααα, ο κιαρατάς ο πατέρας σου σ’ το είπε. Πάρε, ΣΟΥ ΛΕΩ, ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕ!»
«Θανάση μου, αγόρι μου, γιε μου, μη φωνάζεις, μη συγχύζεσαι».
[Με την απορία θα μείνω, γιαγιά…
Πώς γίνεται να αγαπάς, να ξεψυχάς, μάλλον, για τον ίδιο άνθρωπο χρόνια 63, και να τον λες «Θανάση μου, αγόρι μου, γιε μου» μέχρι την τελευταία στιγμή;]
Ούτε όταν τάιζε όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς «Ουστ ουστ, βρομόγατο» (μπροστά στους άλλους). «Έλα δω, βρε ρουφιάνικο, να φας φαγάκι. Ααα, άτιμο» (όταν έμεναν μόνοι).
Ούτε όταν «βοηθούσε»… – κι ας μην είχε την άλλη μέρα ούτε ευρώ.
Και τώρα που το σκέφτομαι ούτε τις πολύ τελευταίες μέρες ήταν περίεργος, όταν αναγνώριζε μόνο τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Και κάρφωνε με τις ώρες αμίλητος τις φωτογραφίες της γιαγιάς. Ούτε καν όταν ερχόταν κάνας συγγενής να τον δει στο σπίτι και άνοιγε μισό ματάκι: «Ωχ, μωρέ, πάααλι;»
Με τούτα και με κείνα (όπως θα ‘λεγε κι ο ίδιος), και παππού δεν έχουμε πια… Και φυσικά θα γινόταν το δικό του στο τέλος. Δεν ήθελε άλλο. «Δε γουστάρω άλλο. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΕ;» Πειραιώτης άνθρωπος, τόσο αγύριστο κεφάλι και τόσο μάγκας ώς την τελευταία στιγμή. Του έλειψε η γυναίκα του και είπε να φύγει. Αυτό είναι όλο.
Γεια σου, παππούλη μου.
Πρόσφατα σχόλια