Δεν υπάρχει πάσχα που να μου αρέσει. Κακογραμμένοι μύθοι, θαυματουργοί θεοί, απόστολοι, παρθένες και μετανοημένες πόρνες, κιτσάτες λαμπάδες, παρεξηγημένοι προδότες, ρουφιάνοι, ματάκηδες, διακοπές άλλων, ταινίες επικής βλακείας, ψημένα συκώτια, κακομαγειρεμένα αυγά, κατανυκτικές παραφωνίες, επιταφιακές βόλτες καθωσπρέπει οικογενειών, σταυρώσεις και ηλίθια χαρμόσυνες αναστάσεις. Από τα 40 περίπου πάσχα που θυμάμαι μόνο ένα δεν με χάλασε. Ένα στις Φέρες που δεν με πήγαινε η γιαγιά μου εκκλησία, που κοιμήθηκα το μεγαλοσάββατο, που παίζαμε με τα παιδιά του χωριού ξυλίκι και το πιο μεγάλο κρυφτό που έχω παίξει ποτέ απλωμένο σε τεράστιες εκτάσεις, το πάσχα που χάθηκα ακολουθώντας το ένστικτό μου και έφτασα μέχρι τα τουρκικά σύνορα. Όλα τα άλλα πάσχα έκανα υπομονή. Και τώρα υπομονή κάνω.
Archive for the 'grandma' Category
pasxa
Ο παππούς ήταν μεγάλος τζαναμπέτης
…και μόνο η γιαγιά τον έκανε καλά. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια εμείς δεν είχαμε γιαγιά.
Κι εκείνος δεν είχε Μαρουσούλα.
Και τριγύριζε σα θηρίο ανήμερο στο κλουβί αυτά τα χρόνια και έβριζε γνωστούς και αγνώστους.
«Τον κιαρατά τον πολιτικό, τον γκαραγκιόζη τον δημοσιογράφο, τον κιαρατά τον γιατρό που μου ‘φαγε τη Μαρουσούλα, τη συντροφιά μου. Τον κιαρατά τον πατέρα σου που με κυνηγάει να παίρνω τα χάπια. Κουμάντο στις δικές σας ζωές, ρε κουμπάρε, εγώ τα έκανα και τα τούτα μου και τα κείνα μου. Σειρά σας τώρα, αφήστε με…»
Ή, το καλύτερο, σε μια από τις τελευταίες Εντατικές: «Και πού το ξέρω γω, ρε, ότι αυτός είναι γιατρός; Επειδή φοράει άσπρη μπλούζα, μαθές;» Και μπαμ και κρατς έσπαγε καλωδιάκια, πεταλούδες, ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Όχι, δεν μπορούσες να τον συνεννοηθείς με τίποτα – με τίποτα.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν ακριβώς έτσι – τουλάχιστον όχι όσο ζούσε η γιαγιά.
Ούτε όταν ήμασταν εμείς μικρά και μας έφτιαχνε ολόκληρα σίκουελ από το παραμύθι «μαγικό ιπτάμενο χαλί».
«Καλά, δε θυμάστε χθες που έφυγα από τη Δραπετσώνα και προσγειώθηκα στην ταράτσα και πήγαμε ταξίδι;»
«ΟΧΙ!»
Παιδικά μάτια τεράστια από την έκπληξη.
«Καλά, και δεν πιστεύεις τον παππού;»
«Πιστεύω, παππού. Και μετά τι έγινε;»
Ούτε όταν οι τσέπες του ήταν γεμάτες σοκολάτες και καραμέλες Ο’Μάμυ όχι μόνο για τα εγγόνια του, αλλά για όλα τα παιδιά στη γειτονιά. Ούτε όταν σου έδινε χαρτζιλίκι και δεν ήθελες να το πάρεις. «Όχι, παππούλη, είμαι εντάξει, μεγάλωσα, δουλεύω…» «Ααα, ο κιαρατάς ο πατέρας σου σ’ το είπε. Πάρε, ΣΟΥ ΛΕΩ, ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕ!»
«Θανάση μου, αγόρι μου, γιε μου, μη φωνάζεις, μη συγχύζεσαι».
[Με την απορία θα μείνω, γιαγιά…
Πώς γίνεται να αγαπάς, να ξεψυχάς, μάλλον, για τον ίδιο άνθρωπο χρόνια 63, και να τον λες «Θανάση μου, αγόρι μου, γιε μου» μέχρι την τελευταία στιγμή;]
Ούτε όταν τάιζε όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς «Ουστ ουστ, βρομόγατο» (μπροστά στους άλλους). «Έλα δω, βρε ρουφιάνικο, να φας φαγάκι. Ααα, άτιμο» (όταν έμεναν μόνοι).
Ούτε όταν «βοηθούσε»… – κι ας μην είχε την άλλη μέρα ούτε ευρώ.
Και τώρα που το σκέφτομαι ούτε τις πολύ τελευταίες μέρες ήταν περίεργος, όταν αναγνώριζε μόνο τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Και κάρφωνε με τις ώρες αμίλητος τις φωτογραφίες της γιαγιάς. Ούτε καν όταν ερχόταν κάνας συγγενής να τον δει στο σπίτι και άνοιγε μισό ματάκι: «Ωχ, μωρέ, πάααλι;»
Με τούτα και με κείνα (όπως θα ‘λεγε κι ο ίδιος), και παππού δεν έχουμε πια… Και φυσικά θα γινόταν το δικό του στο τέλος. Δεν ήθελε άλλο. «Δε γουστάρω άλλο. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΕ;» Πειραιώτης άνθρωπος, τόσο αγύριστο κεφάλι και τόσο μάγκας ώς την τελευταία στιγμή. Του έλειψε η γυναίκα του και είπε να φύγει. Αυτό είναι όλο.
Γεια σου, παππούλη μου.
Ποτέ δεν είσαι αρκετά μεγάλος…

Τοπ πραϊόριτισ
Ο αγαπημένος μας διαδικτυακός και πάντα ευγενικός σεφ μού έκανε πάσα για το παιχνίδι των προτεραιοτήτων…
Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα για έναν χύμα Υδροχόο όπως είναι το aa-duck να του ζητάς αυτό το πράγμα… Γιατί, φίλε μου, ο λαίμαργος άνθρωπος δεν ξέρω ειλικρινά αν καταφέρνει να έχει ποτέ όρια και προτεραιότητες. Και όταν λέω «λαιμαργία» δεν αναφέρομαι στην πρόσληψη τροφής, έτσι; Πες πως σου αρέσει πολύ ένα βιβλίο. Τι θα κάνεις θα το διαβάσεις… Εγώ δεν αντέχω να ξέρω πως ΘΑ το διαβάσω και ΘΑ το τελειώσω. Θα το τελειώσω τώρα. Μέσα στη νύχτα, κι ας έχω να ξυπνήσω στις 8 το πρωί κι ας κλείσω την τελευταία του σελίδα στις 7,15. Ανασαίνω βιβλίο, ακούω βιβλίο, βλέπω βιβλίο, μιλάω βιβλίο, τρώω βιβλίο. Δεν υπάρχει τπτ άλλο. Ακριβώς το ίδιο μου συνέβαινε και όταν ήμουν με τον Crap. Το ίδιο με τους φίλους που αγαπώ πολύ. Το ίδιο όταν πρωτομπήκα στον επαγγελματικό χώρο που βρίσκομαι τώρα. Το ίδιο όταν πρωτοάκουσα το Blower’s Daughter. Το ίδιο όταν ήμουν μικρή και είχα ένα αγαπημένο παιχνίδι, ένα κουκλόσπιτο. Το ίδιο όταν μου άρεσε ένα συγκεκριμένο ποτό. Δεν το έπινα, το ξεφτίλιζα. Δεν είναι μαγκιά αυτά που σου λέω. Μερικές φορές καταντάει αλητεία απέναντι στον ίδιο σου τον οργανισμό και στη ζωή σου. Αλλά έτσι είμαι… Θέλω να πω ζόρικο πράμα να σκεφτώ προτεραιότητες…
Μερικές φορές, ένιγουεϊ, έρχονται έτσι τα πράγματα που οι προτεραιότητες πέφτουν σαν παλιά τουβλάκια lego μπροστά σου και σου λένε, duck, αν είσαι μάγκας τώρα διάλεξε…
1) Η Μάνα μας – Ήμουν τυχερό παιδί. Πολύ. Γιατί αν και εγώ και σχεδόν όλα τα ξαδέλφια μου μεγαλώσαμε μέσα σε ό,τι είδους διαζύγια μπορείς να φανταστείς, γνωρίσαμε όλα τα σετάκια παππουδογιαγιάδων, μέχρι και προγιαγιάδες που προλάβαμε (επί τη ευκαιρία να σου πω καμιά φορά ιστορίες που μας έμαθαν για τον Συνωστισμό στη Σμύρνη, ε; @#$@#$) Μας αγαπούσαν, μας έκαναν αγκαλιές, μας έλεγαν παραμυθάκια για μαγικά χαλιά, όταν πηγαίναμε στα σπίτια τους μας άφηναν να βλέπουμε και θρίλερ 😉 Είναι όμως μια γιαγιά… Μάνα μας τη λέμε… Δεν άφησε ποτέ κανένα από τα παιδιά της να μαλώσουν μεταξύ τους, μας κρατάει πάντα όλους μαζί. Ενωμένους. Γκρικ φάμιλι, ε; Συναντιόμαστε τουλάχιστον κάθε δύο Κυριακές στο σπίτι της. Στη Δραπετσώνα. Και μη φανταστείς πως υπάρχει κάποια κόλλα που λέγεται «ακίνητα», «χρήμα» ή ό,τι άλλο. Τίποτα ρε συ. Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή και τέτοια. Η κόλλα είναι η αγάπη και η αγκαλιά. Και διακριτικότητα. Και τόσος σεβασμός στο privacy από αυτή τη γυναίκα που δεν έχει πάει ποτέ σχολείο. Οποτε είμαι σκτ, πηγαίνω και κοιμάμαι εκεί. Και δεν με ρωτάει ποτέ τίποτα. Ποτέ. Μόνο αν έχω ξεχυλίσει της μιλάω – και Αν. Και την άλλη μέρα μια καινούρια μέρα και τέτοιες χολιγουντιανές παπαριές. Τεσπά.
Η μάνα μας λύγισε… Ταλαιπωρείται πολλά χρόνια από διάφορες αρρώστιες και τώρα ήρθε αυτό που φοβόταν καιρό. Αιμοκάθαρση… Ετσι, το πρώτο τουβλάκι (μεγατόνων) lego που μου φράζει τον δρόμο για οτιδήποτε άλλο είναι αυτό. Η γιαγιά. Κάθε μέρα εκεί. Μας χρειάζεται και για πρώτη φορά μας το ζητάει. Με τα λόγια, με τα μάτια, με ό,τι… Θέλω να πιστεύω πως θα έχουμε λίγο καιρό ακόμα… Οχι ακόμα, γιαγιάκα, not ready yet… Πάρε και μια αισιοδοξία τώρα: Οταν ήμασταν στο Τζάνειο από τη μία ήταν όλο παράπονο και μουρ-μουρ και οχ και αφήστε με να πεθάνω, και από την άλλη όλο ζήλιες ήταν με τον Θανάση! «Θα με πεθάνει τελικά ο παππούς σου, ε; Τι μιλάει πάλι με αυτήν;» «Και γιατί μιλάς με ΑΥΤΗΝ; Και μμμ έπιασες και πικοινωνίες με τις νοσοκόμες και σου φέρνουν και σένα γιαούρτια και τέτοια… αμάν βρε Θανασάκη μου» και ο παππούς «Ναι! Σε είδαμε και σένα πως ζαχάρωνες με τον γιατρό…» Ζήλιες στα 80φεύγα. Ε, θα Αναστήσουμε και φέτος, λέω!
2 – Δουλειά. Μου αρέσει και φοβάμαι. Φοβάμαι και αυτό δεν μου αρέσει. Αλλά θέλω να συνεχίσω να την παλεύω!.. Αλλά φοβάμαι και μετά φοβάμαι που φοβάμαι. Μπέρδεμα. Ασ’ το.
3 – Να καθαρίσω με τις σκατούλες του Αυγεία. Χρόνια κουβαλάω στενοχ. Θέλω να σταματήσω κάποιες ταινίες που είναι συνέχεια σε re-re-re-re-re-re-re-replay και στοιχειώνουν τις καλημέρες μου. Το εννοώ. Μέσα στις σκτλς βάλε και τα εξτρά κιλά που, εντάξει, τώρα, δεν είναι και τόσο σοβαρό ζήτημα στην ουσία, αλλά είναι το τελευταίο παθέτικ καταφύγιο. Γιατί μέσα από κάθε γιατί-ρε-γαμώτο ο τελευταίος συνειρμός μου είναι πάντα: Αν δεν ήταν και αυτά τα γαμημένα!!!
4 – Θέλω να είμαι καλό παπί. Δεν τα καταφέρνω. Νευριάζω, φωνάζω, τσαντίζομαι, κρατάω μούρες. Θέλω να έχω αγάπη, εννοώ μέσα μου χωρίς αιμοδότη χμ, και αν γίνεται να μη με νοιάζει ό,τι με νοιάζει και να με νοιάζει ό,τι δεν με νοιάζει περισσότερο. Άααλλο μπέρδεμα πάλι…
Πάσα στην ιντερνετική γκράνμα και στον μαλακάκος γιατί μου αρέσει πώς τα λένε και τα γμν όλα. Γκράνμα, γκρέμισέ τα όλα πλζ, Αδερφέ του Pascal, μιαμ εξαίρεση; Πάσα και στον most kind gentleman prosferus που παρόλο που έχει blog για να μας ενημερώνει γι’ άλλα πράγματα, όταν γράφει για διάφορα, τα λέει ωραία. 😉
Πρόσφατα σχόλια